τρόμος

τρόμος
5156 τρόμος
{сущ., 5}
трепет, дрожь, озноб.
Ссылки: Мк. 16:8; 1Кор. 2:3; 2Кор. 7:15; Еф. 6:5; Флп. 2:12. LXX: 7461 (דעַרַ), 6343 (דחַפַּ).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τρόμος" в других словарях:

  • τρόμος — trembling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… …   Dictionary of Greek

  • τρόμος — ο 1. ρίγος, τρεμούλιασμα, τούρτουρο: Τρόμος των χεριών. 2. υπερβολικός ή ξαφνικός φόβος, τρομάρα: Μ έπιασε τρόμος στο αεροπλάνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρομός — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… …   Dictionary of Greek

  • τρομόν — τρομός trembling masc acc sg τρομός trembling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμω — τρόμος trembling masc nom/voc/acc dual τρόμος trembling masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμοι — τρόμος trembling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμοις — τρόμος trembling masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμοισι — τρόμος trembling masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμον — τρόμος trembling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμου — τρόμος trembling masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»